- κατανύξις
- κατανύξῑς , κατάνυξιςstupefactionfem acc pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάνυξις — stupefaction fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανύξει — κατάνυξις stupefaction fem nom/voc/acc dual (attic epic) κατανύξεϊ , κατάνυξις stupefaction fem dat sg (epic) κατάνυξις stupefaction fem dat sg (attic ionic) κατανύσσομαι aor subj act 3rd sg (epic) κατανύσσομαι fut ind mid 2nd sg κατανύσσομαι fut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανύξεις — κατάνυξις stupefaction fem nom/voc pl (attic epic) κατάνυξις stupefaction fem nom/acc pl (attic) κατανύσσομαι aor subj act 2nd sg (epic) κατανύσσομαι fut ind act 2nd sg κατανύσσω stab aor subj act 2nd sg (epic) κατανύσσω stab fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάνυξιν — κατάνυξις stupefaction fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάνυξη — η (AM κατάνυξις) 1. έξαρση τής ψυχής από ευσέβεια, βαθιά ευλάβεια, έκσταση 2. πρόκληση μεγάλης συγκίνησης αρχ. νάρκη, λήθαργος («ἐπότισας ἡμᾱς οἶνον κατανύξεως», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατανύσσω. Για τη σημασιολογική εξέλιξη τής λ. βλ. κατανύσσω] … Dictionary of Greek
ψευδοκατάνυξη — η / ψευδοκατάνυξις, ύξεως, ΝΜ η ψευτοκατάνυξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + κατάνυξις] … Dictionary of Greek
Μπουνιαλής, Μαρίνος Τζάνες — (17ος αι.). Ποιητής. Έγραψε ένα μεγάλο ποίημα 12 χιλιάδων στίχων μέτριας ποιητικής αξίας, αλλά το οποίο θεωρείται μνημείο της δημοτικής. Το ποίημα τιτλοφορείται Διήγησις διά στίχων του δεινού πολέμου του εν τη νήσω Κρήτη γενομένου. Στο πατριωτικό … Dictionary of Greek
ԶՂՋՈՒՄՆ — (ջման.) NBH 1 0739 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c գ. κατάνυξις compunctio μετάνοια, μετανοεῖν , μεταμέλεια poenitentia, poenitere Զեղջ. զղջալն. ʼի զեղջ գալն. ապաշաւ. ստրջացումն. ապաշխարութիւն. ցաւ ընդ եղեալ գործն,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՍՏՐՋԱՆՔ — (նաց.) NBH 2 0755 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 12c գ. κατάνυξις compunctio, dolor animi κατήφεια vultus demissus, pudor cum moerore. Ստրջանալն. ապաշաւ. զղջումն. կսկիծ. զկծումն. թախծութիւն. ցաւ սրտի. *Տրտմութեան յումեք եղելոյ՝ աչքն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
κατανύξεων — κατανύξεω̆ν , κατάνυξις stupefaction fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)